ετερόδυνος

ετερόδυνος
-η, -ο
1. αυτός που παίρνει τη δύναμή του από άλλον
2. το ουδ. ως ουσ. το ετερόδυνο
ηλεκτρονική διάταξη που επιτρέπει την παραγωγή ηλεκτρικών ταλαντώσεων υψηλής συχνότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο-* + θ. δυν- τού δύναμαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”